καπαμάς

καπαμάς
ο
(λ. τουρκ.), είδος φαγητού από αρνίσιο ή μοσχαρίσιο κρέας και ντομάτα: Σήμερα το κρέας το είχαμε καπαμά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καπαμάς — ο είδος φαγητού από μοσχαρήσιο ή αρνήσιο κρέας, ροδισμένο πρώτα σε βούτυρο, στο οποίο προστίθενται ντομάτα και μπαχαρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kapama (< ρ. kapamak «κλείνω, σκεπάζω»)] …   Dictionary of Greek

  • φρικασέ — το, Ν άκλ. είδος φαγητού από κρέας και διάφορα λαχανικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fricassee «τηγανητό κρέας, καπαμάς» < ρ. fricasser «τηγανίζω κρέας με βούτυρο μέσα σε σάλτσα»] …   Dictionary of Greek

  • capama — CAPAMÁ, capamale, s.f. (Turcism înv.) Mâncare gătită din carne de miel (sau de pasăre) cu stafide. – Din tc. kapama. Trimis de valeriu, 11.02.2003. Sursa: DEX 98  capamá s. f., art. capamáua, g. d. art. capamálei; pl. capamále …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”